- κιέλλη
- κιέλληradiancefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιέλλη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φέγγος, φῶς, πάχνη, ὁμίχλη». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek